- παραφινικός
- -ή, -όχημ.1. χαρακτηρισμός για τις ανάλογες με την παραφίνη ουσίες2. χαρακτηρισμός τών κορεσμένων οργανικών ενώσεων («σειρά παραφινική»)3. φρ. «παραφινικές βάσεις» ή «παραφινικό πετρέλαιο» — ακατέργαστο πετρέλαιο που το υπόλειμμά του έχει παραφινική σύσταση.
Dictionary of Greek. 2013.